- προστινασσω
- προστινάσσωπροσ-τῐνάσσωдор. ποτιτῐνάσσω махать
(πτερά Anth. - in tmesi)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πτερά Anth. - in tmesi)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προστινάσσω — και δωρ. τ. ποτιτινάσσω Α [τινάσσω] 1. τινάζω κάτι προς το μέρος κάποιου 2. τινάζω κάτι ακόμη μια φορά … Dictionary of Greek